- μοσχάτος
- -η, -ο1. αυτός που ευωδιάζει, ο αρωματικός, ο μυρωδάτος.2. είδος σταφυλιού, το μοσκοστάφυλο: Πάτησε τα μοσχάτα σταφύλια για να φτιάξει κρασί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.