μοσχάτος

μοσχάτος
-η, -ο
1. αυτός που ευωδιάζει, ο αρωματικός, ο μυρωδάτος.
2. είδος σταφυλιού, το μοσκοστάφυλο: Πάτησε τα μοσχάτα σταφύλια για να φτιάξει κρασί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μοσχάτος — και μοσκάτος και μουσκάτος, η, ο (Μ μοσχάτος και μοσκάτος, η, ον) 1. αυτός που μυρίζει ωραία σαν το αρωματικό φυτό μόσχος, ευωδιαστός («μοσχάτα λουλούδια», Βιζυην.) 2. το ουδ. ως ουσ. το μοσχάτο και μοσκάτο α) ονομασία διαφόρων ποικιλιών… …   Dictionary of Greek

  • Weinbau in Griechenland — Byzantinisches Relief „CΕΠΤΕΜΡHΟC“ (September), 10.–11. Jhd. Der Weinbau in Griechenland hat eine lange, in die Antike zurückreichende Tradition. Während der Zeit des Byzantinischen Reichs, spätestens mit der Zugehörigkeit Griechenlands zum… …   Deutsch Wikipedia

  • ανθοσμίας — ἀνθοσμίας, ο (Α) 1. αυτός που ευωδιάζει σαν λουλούδι 2. (για το κρασί) μοσχάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + οσμή] …   Dictionary of Greek

  • μοσκάτος — η, ο βλ. μοσχάτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”